σκορποχέρης
Смотреть что такое "σκορποχέρης" в других словарях:
σκορποχέρης — σκορποχέρης, ο και σκροποχέρης, ο θηλ. σκορποχέρα σπάταλος: Δεν πρόκειται να κάνει προκοπή αυτός ο σκορποχέρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκορποχέρης — ο, θηλ. σκορποχέρα, Ν αυτός που δαπανά άσκοπα και αλόγιστα, σπάταλος, τρυποχέρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπώ + χέρης (< χέρι), πρβλ. ανοιχτο χέρης] … Dictionary of Greek
σκορπιστής — ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σκορπίστρα και σκορπίστρια Ν [σκορπίζω] (σχετικά με χρήματα ή ακίνητη περιουσία) αυτός που σπαταλά αλόγιστα και άσκοπα, σκορποχέρης … Dictionary of Greek